μπουμπουνίζω

μπουμπουνίζω
1. (ως απρόσ.) μπουμπουνίζει
βροντά, ακούγονται μπουμπουνητά
2. μτφ. αποτυχαίνω σε εξετάσεις, διαγωνισμό κ.λπ.
3. φρ. «τά μπουμπούνησα και έφυγα» — τά παράτησα, εγκατέλειψα διαμιάς κάτι ή κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. που ανάγεται σε ονοματοποιία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άζω — (I) ἄζω (Α) αποξηραίνω, μαραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *azd «ξηραίνω, φρύγω, στεγνώνω, από όπου *azd yo < ἄζω, με φωνητική εξέλιξη τού συμπλέγματος dy σε ζ. ΠΑΡ. αρχ. ἀζαίνω, ἀζαλέος, ἀζάνω, ἄζα*]. (II) ἄζω (Α) 1. φωνάζω α, στενάζω, θρηνώ 2.… …   Dictionary of Greek

  • μπουμπουνητό — το 1. βροντή 2. πολλές συνεχείς βροντές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουμπουνίζω, κατά τα ουσ. σε ητό (πρβλ. μουγκρ ητό, ροχαλ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • μπουμπούνας — ο χοντροκέφαλος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ., πιθ. υποχωρ. σχηματισμένη από το ρ. μπουμπουνίζω. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με το λατ. Bubona «θεά προστάτιδα τών βοδιών» (< λατ. bos, bovis) δεν φαίνεται πειστική] …   Dictionary of Greek

  • μπουμπούνισμα — το [μπουμπουνίζω] μπουμπουνητό …   Dictionary of Greek

  • ονοματοποιία — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό λέξεων, των οποίων το φωνητικό σώμα είναι απομίμηση του πραγματικού ήχου του πράγματος στο οποίο αναφέρεται η λέξη. Τέτοιες είναι για παράδειγμα οι λέξεις τικ τακ, μπουμπουνίζω, γαργάρα, τσιρίζω, φάπα …   Dictionary of Greek

  • βροντοβολώ — ησα, μπουμπουνίζω, βροντώ: Τα κανόνια βροντοβολούσαν όλη την ημέρα της εθνικής γιορτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βροντώ — ησα και ηξα, βροντη(γ)μένος 1. μπουμπουνίζω: Βροντάει συνέχεια από το απόγευμα. 2. ηχώ δυνατά: Εχθές βροντούσαν οι καμπάνες όλη μέρα. 3. χτυπώ με θόρυβο: Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα (παροιμ.). 4. ρίχνω κάποιον κάτω με πάταγο: Τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ονοματοποιία — η ο σχηματισμός ονομάτων, λέξεων με απομίμηση ήχων φυσικών πραγμάτων: Νιάου νιαουρίζω, μπου μπουμπουνίζω κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”